κανάτι1,
το, ουσ.
[<μσν. κανάτιν, υποκορ. του ουσ. κανάτα], μικρό πήλινο δοχείο για νερό ή για
κρασί: «κάπελα, φέρε μας ένα κανάτι κρασί»·
- βρέχει
με το κανάτι, βρέχει πάρα πολύ: «απ’ το πρωί σήμερα βρέχει με το κανάτι»·
- είναι
γερό κανάτι, αντέχει στην οινοποσία, είναι μεγάλος πότης: «για να μεθύσει
κι αυτός που είναι γερό κανάτι, σκέψου πόσο έχουν πιει!».