καν, επιτατικό αρνητ. μόρ. [<αρχ. κἄν (καὶ ἄν)], καν. 1. διόλου, καθόλου: «υπάρχουν δουλειές που ούτε καν τις φαντάζεσαι». 2. ως άκλ. ουσ.: «ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο κι είδαν καν και καν τα μάτια του», είδε πολλά και διάφορα πράγματα, έζησε πολλές και διάφορες καταστάσεις. 3. ως επίθ.: «ήταν πολύ όμορφος στα νιάτα του και γνώρισε γυναίκες καν και καν || ήταν όμορφη και πλούσια και πριν παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της τη ζήτησαν σε γάμο άντρες καν και καν», πολλές και αξιόλογες γυναίκες, πολλοί και αξιόλογοι άντρες·
- έχει κάνει καν και καν, έχει πετύχει, πραγματοποιήσει πολλά πράγματα τα οποία ήταν πολύ πιο σοβαρά ή πιο δύσκολα από αυτό που τώρα κουβεντιάζουμε: «έχει κάνει καν και καν αυτός ο άνθρωπος στη ζωή του, πώς θα μπορέσει τώρα να βρει μια δουλειά στο γιο σου!».