καμήλα κ. γκαμήλα, η, ουσ. [<αρχ. κάμηλος <σημιτ. gamal] η καμήλα. 1. γυναίκα ψηλή, αδύνατη και άσχημη: «τόσο όμορφο παιδί είναι άδικο να είναι ερωτευμένο με κείνη την καμήλα». 2. άτομο μνησίκακο, εκδικητικό, που δεν ξεχνάει το κακό που του έχουν κάνει και αργά ή γρήγορα το ανταποδίδει: «πρόσεχε μην του κάνεις καμιά κουτσουκέλα, γιατί ο τύπος είναι καμήλα κι όσος καιρός κι αν περάσει, κάποτε θα σου τη φέρει». Από το ότι η καμήλα έχει πολύ ισχυρό θυμητικό· βλ. και λ. γκαμήλα·
- έχει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- κάνει τον ψύλλο καμήλα, βλ. φρ. κάνει την τρίχα τριχιά, λ. τρίχα·
- κάνει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- ο δρόμος της καμήλας, οι όχι ακραίες λύσεις, οι όχι ακραίες απόψεις ή θέσεις, η μέση οδός: «για να μη νιώθει κανένας θιγμένος, θ’ ακολουθήσουμε το δρόμο της καμήλας». Διαπιστώνεται από το παρακάτω. Ρώτησαν κάποτε την καμήλα: -Ποιος δρόμος σου αρέσει, ο ανήφορος ή ο κατήφορος; Κι αυτή απάντησε: -Χάθηκε το ίσιωμα;