κάλλιο κ. κάλλια, επίρρ. [<αρχ. κάλλιον, ουδ. του καλλίων, συγκρ. του καλός], καλύτερα, προτιμότερα: «κάλλιο το ’χω να πεθάνω, παρά να παραβώ το λόγο μου». (Λαϊκό τραγούδι: κάλλιο να σ’ αλησμονήσω, αχ, μα η καρδιά σε πονεί, είσ’ η πρώτη μου αγάπη, αχ, είσαι η παντοτινή // κάποια μαυρομάτα όμορφη κι ωραία μ’ έχει ξετρελάνει στον Περαία, μάνα μου, δε θα ζήσω, αν δεν την αποχτήσω καλλιά να μην τη γνώριζα γι’ αυτήνε θα χαθώ). (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- κάλλιο αργά παρά ποτέ, α. είναι προτιμότερο κάποιο καλό να μας έρθει έστω και αργά παρά καθόλου: «μια ζωή αγωνιζόταν να κάνει λεφτά και μόλις στα εξήντα του το κατάφερε. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ». β. είναι προτιμότερο να κάνουμε κάτι σωστό καθυστερημένα παρά καθόλου: «μια ζωή προσπαθούσε να κόψει το τσιγάρο και τα κατάφερε μόλις στα πενήντα του. -Κάλλιο αργά παρά ποτέ»·
- κάλλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, είναι καλύτερα να προνοεί κανείς, να εξασφαλίζει τα συμφέροντά του, την περιουσία του, ώστε να προλαβαίνει δυσάρεστες καταστάσεις, που θα ήταν δύσκολο να τις αποκαταστήσει·
- κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης, βλ. λ. μακαρίτης·
- κάλλιο εφτά στον πισινό παρά μια στην κεφαλή, βλ. λ. πισινός·
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά, βλ. λ. πουγκί·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κάλλιο μακριά κι αγαπημένοι, βλ. λ. αγαπημένος·
- κάλλιο να λεν τον κερατά παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- κάλλιο να πάσχει η τσέπη μου παρά η κοιλιά μου, βλ. λ. κοιλιά·
- κάλλιο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται, βλ. λ. ζηλεύω·
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, βλ. λ. μάτι·
- κάλλιο να το παρά πού ’ν’ το, βλ. φρ. κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάλλιο οι καλορίζικοι παρά οι αντρειωμένοι, βλ. λ. καλορίζικος·
- κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, βλ. λ. χέρι·
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάλλιο πουτάνα παρά γλωσσού, βλ. λ. πουτάνα·
- κάλλιο πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στη πόλη, βλ. λ. χωριό·
- κάλλιο τ’ αλώνι σου μικρό και νάν’ μοναχικός σου, βλ. λ. αλώνι·
- κάλλιο το ’χω να..., μου είναι προτιμότερο να…: «κάλλιο το ’χω να σκοτωθώ παρά να σε προδώσω»·
- κάλλιο ύπνο παρά δείπνο, βλ. λ. ύπνος·
- κάλλιο φιδιού γλώσσα να σε φά(ει) παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- κάλλιο ψωμί και κρεμμύδι, βλ. λ. ψωμί·