καληνύχτα, η, ουσ. [<από τη φρ. καλήν νύκτα]. 1. χαιρετισμός που απευθύνεται σε κάποιον τις νυχτερινές ώρες, ιδίως κατά την ώρα του αποχωρισμού και έχει την έννοια να περάσει καλή νύχτα. (Τραγούδι: καληνύχτα λοιπόν σου αφήνω, δε ακούς τα πουλάκια που λαλούνε). 2α. ως επιφών. καληνύχτα!λέγεται με δυσφορία, όταν μας πληροφορούν πως αναβάλλεται επ’ αόριστον κάτι που περιμένουμε να γίνει ή να μας δοθεί. β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό που του λέμε. Συνών. καλημέρα! Και στις δυο περιπτώσεις παρατηρείται κίνηση του χεριού που κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του στήθους και πλάγια·
- αφήνω καληνύχτα ή αφήνω την καληνύχτα μου (σε κάποιον ή κάποιους), καληνυχτίζω: «επειδή πέρασε η ώρα, αφήνω καληνύχτα στην ομήγυρη». (Νησιώτικο τραγούδι: ήρθε η ώρα κι η στιγμή το στόμα μου ν’ ανοίξω και στην καλή παρέα μου καληνύχτα ν’ αφήσω
- καληνύχτα σας! επιτιμητικό επιφώνημα που δηλώνει ότι όχι μόνο τα έκανες θάλασσα αλλά επιπλέον έχασες και τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γινόταν λόγος: «όπως την έκανες τη δουλειά, καληνύχτα σας!»·
- λέω καληνύχτα, καληνυχτίζω: «κάθε φορά που χωρίζω με τους φίλους μου, πρώτα λέω καληνύχτα κι έπειτα φεύγω»·
- μέχρι να πεις καλημέρα, λες καληνύχτα, βλ. λ. καλημέρα·
- την καληνύχτα μου (στον τάδε, ενν. δώσε), καληνύχτισέ τον εκ μέρους μου, χαιρέτισε τον τάδε εκ μέρους μου με το καληνύχτα: «την καληνύχτα μου στους γονείς σου»·
- τώρα καληνύχτα! τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «κάποιος μου είπε πως θέλετε έναν υπάλληλο. -Τώρα καληνύχτα, γιατί προσλάβαμε άλλον». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα! / τώρα καλημερούδια! / τώρα κάτσε (α) / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα χαίρετε! / τώρα χαιρετίσματα!