κακοφανισμός, ο, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. κακοφανίζομαι + κατάλ. -μός], ιδίως εύχρ. στη φρ. και μη προς κακοφανισμό σου, να μη σου κακοφανεί, να μη σε δυσαρεστήσει αυτό που λέω, κάνω ή θα πω ή θα κάνω. Συνήθως με τη φρ. αυτή ο ομιλητής θέλει να προλάβει τυχόν δυσαρέσκεια του συνομιλητή του για τα λόγια ή τις πράξεις του: «αν μου ζητήσουν να τους πω ποιος άρχισε τον καβγά, εγώ θα πω την αλήθεια και μη προς κακοφανισμό σου || αν έρθει ο τάδε στο πάρτι σου, εγώ δε θα ’ρθω και μη προς κακοφανισμό σου».