αλά, πρόθ. [<γαλλ. à la <ιταλ. alla], κατά τον τρόπο, με τον τρόπο που δηλώνει η λ. που ακολουθεί· χρησιμοποιείται και σαν επιρρημ. μόριο. (Ακολουθούν 27 φρ.)·
- αγκινάρες αλά πολίτα, βλ. λ. αγκινάρα·
- αλ’ αμερικέν, κατά τον τρόπο των Αμερικανών, ιδίως σύμφωνα με τον τρόπο που συνηθίζουν να κουρεύονται οι Αμερικανοί στρατιώτες. Το κούρεμα αυτό θέλει τα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού να έχουν παρθεί με την ψιλή, ενώ τα μαλλιά στο επάνω μέρος του κεφαλιού είναι πολύ κοντά·
- αλά γερμανικά, βλ. λ. γερμανικός·
- αλά γκαρσόν, [<γαλλ. à la garçon], α. παρέα μόνο από άντρες, αντρική παρέα χωρίς τη συνοδεία γυναικών: «χτες βράδυ τα παιδιά της παρέας βγήκαμε αλά γκαρσόν». β. κόψιμο των γυναικείων μαλλιών κατά το αντρικό πρότυπο: «είχε η ανόητη κάτι μαλλιά που έφταναν μέχρι τη μέση της και πήγε και τα ’κοψε αλά γκαρσόν». (Εβραίικο τραγούδι: τώρα φυσάει Βαρδάρης που μας σηκώνει τη φούστα. Τα κορίτσια βγαίνουν ξεκάλτσωτα και κουρεμένα αλά γκαρσόν
- αλά κάπα, [<ιταλ. alla cappa] (για πανωφόρια, παλτό) (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται όταν το φέρει κανείς ριχτό στην πλάτη του: «προχωρούσε αργά, έχοντας το παλτό του αλά κάπα». (Λαϊκό τραγούδι: ύπνο στο πειθαρχείο κι όλο αναφορά, τη χλαίνη αλά κάπα, το δίκοχο στραβά)· βλ. και φρ. στέκω αλά κάπα και το παίρνω αλά κάπα και τον φέρνω αλά κάπα·
- αλά καρτ, [<γαλλ. à la carte] για παραγγελία σε εστιατόριο, όπου ο πελάτης παραγγέλνει το φαγητό της αρεσκείας του από τον κατάλογο: «οι τιμές είναι αλά καρτ»·
- αλά κοκ, [<γαλλ. à la coke] (για αβγά) μελάτο: «κάθε πρωί τρώει ένα αβγό αλά κοκ»·
- αλά μπρατσέτα, [<ιταλ. alla braccetto] αλληλοπιασμένοι από τους βραχίονές τους καθώς περπατούν, αγκαζέ: «περπατούσαν αλά μπρατσέτα»·
- αλά ούνα, αλά ντούε, αλά τρε, έκφραση με την οποία κατακυρώνεται σε κάποιον το αντικείμενο πλειστηριασμού. (Λαϊκό τραγούδι: κι αλά ούνα, αλά ντούε, αλά τρε, μου το πήρανε το σπίτι, αδελφέ). Με το αλά ούνα, αλά ντούε, προετοιμάζουμε το κοινό για το τελικό αλά τρε· βλ. και φρ. με το ένα, με το δύο, με το τρία, λ. ένα·
- αλά πολίτα, [<ιταλ. alla pulita], σύμφωνα με τον τρόπο που γίνεται, που συνηθίζεται στην Κωνσταντινούπολη, στην Πόλη. Ιδίως εύχρ. στη φρ. αγκινάρες αλά πολίτα, βλ. λ. αγκινάρα·
- αλά τούρκα (φράγκα, ιταλικά, γαλλικά κ.λπ.), με τον τρόπο, με τη συνήθεια των Τούρκων (των Φράγκων, των Ιταλών, των Γάλλων κ.λπ.). (Λαϊκό τραγούδι: τον καφέ μου μες στο δίσκο αλά τούρκα να τον βρίσκω
- έφυγε αλά γαλλικά, βλ. λ. γαλλικά·
- κάθεται αλά τούρκα, κάθεται σύμφωνα με τον τρόπο με τον οποίο συνηθίζουν να κάθονται οι Τούρκοι, δηλ. στο πάτωμα ή στο μεντέρι και με τα πόδια τους σταυρωμένα μπροστά τους, οκλαδόν·
- ντύνεται αλά φράγκα, ντύνεται σύμφωνα με τον τρόπο των δυτικοευρωπαίων, ντύνεται μοντέρνα·
- ξηγιέται αλά τούρκα, είναι σοδομιστής: «όλα τα παιδιά της γειτονιάς τον αποφεύγουν, γιατί ξηγιέται αλά τούρκα»· βλ. και φρ. το κάνει αλά τούρκα·
- όρτσα αλά μπάντα, βλ. λ. όρτσα·
- όρτσα αλά πρίμα, βλ. λ. όρτσα·
- πληρώνουμε αλά γερμανικά, βλ. λ. γερμανικός·
- στέκω αλά γάμπια, βλ. λ. γάμπια·
- στέκω αλά κάπα, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω ανακωχή: «απ’ την πλευρά μου θα σταθώ αλά κάπα, αλλά κοίταξε να μην το εκμεταλλευτείς» Από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει και στέκω με την πλώρη μου στραμμένη προς την έξοδο του λιμανιού·
- την κοπάνησε αλά γαλλικά, βλ. λ. γαλλικά·
- το κάνει αλά τούρκα, α. είναι σοδομιστής: «όταν τον βλέπουν τα παιδιά της γειτονιάς, μαζεύονται στα σπίτια τους, γιατί ξέρουν ότι το κάνει αλλά τούρκα». β. δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «όλοι το έχουν μάθει πως το κάνει αλλά τούρκα, γι’ αυτό και δεν τον θέλουν στην παρέα τους»·
- το παίρνω αλά κάπα, (στη γλώσσα της αργκό) παρεξηγιέμαι, παρεξηγώ: «δεν έπρεπε κι εσύ με το παραμικρό να το πάρεις αλά κάπα». Από τη ναυτική ορολογία που σημαίνει και στέκω με την πλώρη μου αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου ·
- το ’σκασε αλά γαλλικά, βλ. λ. γαλλικά·
- το ’στριψε αλά γαλλικά, βλ. λ. γαλλικά·
- τον παίρνει αλά τούρκα, δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «όλοι το έχουν μάθει πως τον παίρνει αλά τούρκα»·
- τον φέρνω αλά κάπα, (στη γλώσσα της αργκό) τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «είναι τόσο ευκολόπιστος, που ο καθένας μπορεί να τον φέρει αλά κάπα». Από τη ναυτική ορολογία.