κακομοίρης,
ο, θηλ. κακομοίρα,
η, ουσ. [<μσν. κακομοίρης <κακο- + μοίρα]. 1. αυτός που
με την εμφάνισή του, τη συμπεριφορά του ή την ατυχία του, προκαλεί τον οίκτο,
την αποστροφή ή και τη συμπάθειά μας: «τον είδα τον κακομοίρη και τον λυπήθηκα
|| δεν πηγαίνω ποτέ σε κείνο το μαγαζί, γιατί μαζεύονται όλοι οι κακομοίρηδες
|| βρε, τι έπαθε ο κακομοίρης στα καλά καθούμενα!». (Λαϊκό τραγούδι: ο
λεφτάς είναι μπατίρης, όταν είναι κακομοίρης // άιντε τι τραβώ η κακομοίρα,
άιντε με τον άντρα που επήρα, δε δουλεύει, δε δουλεύει κι όλο δανεικά
γυρεύει). 2. στην κλητ. εκφράζει απειλή: «αν σε ξανακούσω να
βρίζεις, αλίμονό σου κακομοίρη μου!». 3α. λέγεται και με συμπάθεια: «βρε,
τι έπαθε ο κακομοίρης!». (Λαϊκό τραγούδι: στην αγάπη ήμουν πάντα νοικοκύρης,
μα σαν τα ’χασα μια μέρα, ο κακομοίρης, για τα σένανε σαν έμεινα
μπατίρης, εσύ μου το ’στριψες αλά γαλλικά, δίχως καρδιά, κάποια βραδιά). β.
λέγεται και με υποτιμητική διάθεση: «βρε κακομοίρη, ακόμη δεν κατάλαβες πως η
γυναίκα σου σε κερατώνει;». 4. (ως επίθ.) που αντιμετωπίζει κάποια
δυσκολία ή ατυχία και για το λόγο αυτό προκαλεί τη συμπάθειά μας: «βρε την
κακομοίρα τη γυναίκα τι κακό που τη βρήκε!»·
-
έγινε της κακομοίρας, α. δημιουργήθηκε πολύ ευχάριστη
κατάσταση, επικράτησε εκρηκτικό κέφι: «μόλις αρχίσαμε τα τσιφτετέλια, έγινε της
κακομοίρας μέσα στο μαγαζί». β. δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή, μεγάλη φασαρία:
«κάποια στιγμή αρπάχτηκαν οι δυο παρέες στα χέρια κι έγινε της κακομοίρας μέσα
στο μαγαζί». γ. παρατηρήθηκε έντονη αναστάτωση από μεγάλη κοσμοσυρροή:
«κατά τη διάρκεια των γιορτών στα μαγαζιά έγινε της κακομοίρας». Συνών. έγινε
ανάστα ή έγινε ανάστα ο Κύριος / έγινε και κάτσε καλά ή έγινε το
κάτσε καλά / έγινε ο χαμός ή έγινε χαμός / έγινε πατιρντί / έγινε της
ανωμαλίας / έγινε της ιεροδούλου / έγινε της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα / έγινε
της μουρλής / έγινε της Πόπης / έγινε της πόρνης / έγινε της πουτάνας / έγινε
της πουτάνας το κάγκελο /έγινε της πουτάνας το μαγκάλι / έγινε της τρελής /
έγινε το έλα να δεις / έγινε το σώσε / έγινε χαλασμός·
- θα
γίνει της κακομοίρας, α. προειδοποιητική ή απειλητική έκφραση σε
κάποιον ότι θα ενεργήσουμε σκληρά σε βάρος του, αν συμπεριφερθεί με τρόπο που
δε μας είναι αρεστός ή επιθυμητός: «πάψε να μιλάς προσβλητικά, γιατί θα γίνει
της κακομοίρας». β. θα δημιουργηθεί πολύ ευχάριστη κατάσταση, θα
επικρατήσει εκρηκτικό κέφι: «πάμε κι εμείς στον αρραβώνα του τάδε, γιατί έμαθα
πως θα γίνει της κακομοίρας». Συνών. θα γίνει ανάστα ή θα γίνει ανάστα
ο Κύριος / θα γίνει και κάτσε καλά ή θα γίνει το κάτσε καλά / θα γίνει ο
χαμός ή θα γίνει χαμός / θα γίνει πατιρντί / θα γίνει της ανωμαλίας / θα
γίνει της ιεροδούλου / θα γίνει της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα / θα γίνει της
μουρλής / θα γίνει της Πόπης / θα γίνει της πόρνης / θα γίνει της πουτάνας / θα
γίνει της πουτάνας το κάγκελο / θα γίνει της πουτάνας το μαγκάλι / θα γίνει της
τρελής / θα γίνει το έλα να δεις / θα γίνει το σώσε / θα γίνει χαλασμός·
- κάλλιο
να λεν τον κερατά, παρά τον κακομοίρη, βλ. λ. κερατάς·
- την
εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, βλ. λ. θέλω.