ακτίνα
κ. αχτίνα, η,
ουσ. [<αρχ. ἀκτίς], η ακτίνα· (στη γλώσσα της φυλακής) πτέρυγα στο
οικοδόμημα της φυλακής: «έβγαλε πέντε χρονάκια στην ακτίνα Δ του Γεντί Κουλέ».
(Λαϊκό τραγούδι: όταν με πρωτοπήγανε στην πρώτη την ακτίνα, ήτανε σα
να μου ’δινες την πρώτη τη λεπίδα)· βλ. και λ. αχτίδα.
-
ακτίνα δράσης, α.
η μέγιστη έκταση
δραστηριότητας κάποιου σε ένα τομέα: «ασχολείται με χοντρό εμπόριο, αλλά η
ακτίνα δράσης του φτάνει μέχρι να εμπορεύεται και οδοντογλυφίδες». β. η
μέγιστη απόσταση που μπορεί να διανύσει ένα αεροπλάνο χωρίς ανεφοδιασμό
καυσίμων: «ξέρεις να μου πεις τι ακτίνα δράσης έχει ένα F-16;». γ. η μέγιστη απόσταση
πολεμικών επιχειρήσεων σε ένα πολεμικό πεδίο: «η ακτίνα δράσης των εμπολέμων
έφτανε μέχρι τις παρυφές της πόλης». δ. η μέγιστη απόσταση που μπορεί να
προσβάλει ένα πυροβόλο όπλο: «αυτό το όπλο έχει ακτίνα δράσης 1000 μέτρα».