ακροατήριο, το, ουσ. [<μτγν. ἀκροατήριον], το ακροατήριο·
- ηρεμία στο ακροατήριο! βλ. φρ. ησυχία στο ακροατήριο(!)·
- ησυχία στο ακροατήριο! προτροπή με ειρωνική ή και απειλητική διάθεση σε μια ομάδα ανθρώπων που θορυβεί να κάνει ησυχία. Από τη στερεότυπη φρ. του προέδρου δικαστηρίου προς την αίθουσα του ακροατηρίου, όταν δημιουργείται κάποιος εκνευρισμός. Συνών. ησυχία στο εκκλησίασμα!