καθαριότητα, η, ουσ. [<μτγν. καθαριότης <αρχ. καθαρειότης], η καθαριότητα·
- η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά, έκφραση που θέλει να τονίσει τη μεγάλη αξία που έχει στον άνθρωπο η καθαριότητα.