καημός, ο, ουσ. [<μσν. καημός, από τον αόρ. κάηκα του ρ. καίγομαι + κατάλ. -μος], ο καημός. 1. μεγάλος ερωτικός πόθος: «απ’ τη μέρα που γνώρισε την τάδε, έχει καημό για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτά μου αγιάτρευτε και καημέ μου μεγάλε). 2. στενοχώρια, λύπη, παράπονο που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία: «έχει μεγάλο καημό, γιατί ο γιος του δεν πέρασε πάλι στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν θα γυρνάμε στο σπίτι την αυγή, να μ’ αγκαλιάζεις με αγάπη, με στοργή, μες τα φιλιά σου ο καημός μου να πνιγεί και όπου βγει). (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! α. έκφραση δυσαρέσκειας για κάτι ενοχλητικό ή δυσάρεστο που μας ζητάνε ή μας υπενθυμίζουν ότι είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε: «μόλις τελειώσεις τη δουλειά που κάνεις, έλα να σε στείλω κάπου. -Άλλον καημό δεν είχα! Το ξέρεις πω μόλις τελειώσω τη δουλειά που κάνω, πρέπει να μεταφέρω στο υπόγειο το εμπόρευμα που ξεφόρτωσε το φορτηγό πάνω στο πεζοδρόμιο; || πρέπει να πάμε κι εμείς στη γιορτή του τάδε. -Άλλον καημό δεν έχω!». β. γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε βοηθήσω, πως θα σε εξυπηρετήσω ή πως θα είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι συνέχεια αυτό που μου ζήτησες: «θα ’ρθεις να βάλεις ένα χεράκι να τακτοποιήσω το υπόγειο; -Άλλο καημό δεν είχαμε! Έχω τόσες δουλειές, που δεν αδειάζω || μην ξεχάσεις να μου φέρεις την αθλητική φόρμα που σου ζήτησα. -Άλλο καημό δεν έχουμε! Αν το θυμηθώ θα στη φέρω». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. άλλη σκασίλα δεν είχα! λ. σκασίλα· 
- βάζω καημό, στενοχωριέμαι, λυπούμαι, παραπονιέμαι, επειδή δεν πραγματοποιήθηκε κάποια επιθυμία μου: «έβαλε καημό, επειδή δεν πήγε διακοπές το καλοκαίρι || μόλις του πάει κάτι λίγο στραβά, βάζει καημό ο βλάκας». (Λαϊκό τραγούδι: αγόρι μου γλυκό σε πονώ, μην αμφιβάλεις και καημό μη βάλεις στον κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ 
- έξω ντέρτια και καημοί! βλ. λ. ντέρτι·
- έξω φτώχεια και καημοί! βλ. λ. φτώχεια·
- καημό το ’χω, α. έχω έντονη επιθυμία να πραγματοποιήσω κάτι: «καημό το ’χω αυτό το ταξίδι». β. νιώθω έντονη λύπη, έντονο παράπονο, που προέρχεται από απραγματοποίητη επιθυμία μου: «καημό το ’χω να μου ’ρθουν κι εμένα μια φορά τα πράγματα ευνοϊκά»·
- καθένας με τον καημό του, καθένας σκέφτεται, μιλάει, ασχολείται με αυτά που τον βασανίζουν, που τον ταλαιπωρούν: «είναι ανθρώπινο ν’ ασχολείται ο καθένας με τον καημό του». (Λαϊκό τραγούδι: καπεταναίοι και τόσοι άλλοι, λοστρόμοι, ναύτες, μηχανικοί, καθένας έχει και τον καημό του έτσ’ είμαστε όλοι εμείς οι ναυτικοί). Συνών. καθένας με τον πόνο του· βλ. και φρ. καθένας με το πρόβλημά του, λ. πρόβλημα·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! δε με νοιάζει διόλου, αδιαφορώ τελείως: «αν δεν έρθεις ακριβώς στην ώρα του ραντεβού μας, θα σηκωθώ και θα φύγω. -Κι είχα έναν καημό!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το σώπα ρε. Για συνών. βλ. φρ. κι είχα μια σκασίλα! λ. σκασίλα·
- λέω τον καημό μου, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που με απασχολεί έντονα και μου δημιουργεί ψυχικό πόνο: «κάθε φορά που λέω τον καημό μου στο φίλο μου, νιώθω καλύτερα»·
- μ’ αυτόν τον καημό πήγε, βλ. φρ. πήγε με τον καημό·
- με δέρνει ο καημός ή με δέρνουν οι καημοί, υποφέρω από κάποιον ψυχικό ή ερωτικό πόνο: «με δέρνει ο καημός, επειδή για τρίτη χρονιά δεν πέρασε ο γιος μου στο πανεπιστήμιο || με δέρνει ο καημός γι’ αυτή τη γυναίκα κι ούτε που τη νοιάζει». (Λαϊκό τραγούδι: μικρή νησιωτοπούλα, σαν κύμα του γιαλού με δέρνει ο καημός σου και έχασα το νου). Στον τύπο με δέρνει ένας καημός! επιτείνει την έννοια και η φρ. κλείνει πολλές φορές με το μα τι καημός(!)·
- με τρώει ο καημός, με φθείρει ψυχικά: «με τρώει ο καημός απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως δεν τρέχει τίποτα κι ούτε καημός με τρώει· αν είν’ καλά, βρε μάγκες μου, το μαύρο κομπολόι
- πήγε με τον καημό, πέθανε χωρίς να προλάβει να ζήσει κάτι που επιθυμούσε πολύ ή χωρίς να διευθετήσει μια στενόχωρη κατάσταση, χωρίς να απαλλαγεί από μια πηγή δυστυχίας: «πήγε με τον καημό να δει κάποτε το γιο του στον ίσιο δρόμο! || πήγε με τον καημό να δει την κόρη του αποκαταστημένη»· βλ. και φρ. τον έφαγε ο καημός·
- πνίγω τον καημό μου, δεν αφήνω να εκδηλωθεί κάποιος ψυχικός ή ερωτικός μου πόνος: «παρόλο το θάνατο του πατέρα μου πνίγω τον καημό μου, για να μη στενοχωρώ την οικογένειά μου || κάθε φορά που τη βλέπω πνίγω τον καημό μου, για να μην της δίνω χαρά που μ’ απέρριψε»· 
- το ’χω καημό, βλ. φρ. καημό το ’χω·
- τον έφαγε ο καημός, πέθανε από έντονη λύπη, γιατί δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμούσε: «δεν μπόρεσε να γλιτώσει την επιχείρησή του απ’ τη χρεοκοπία και τον έφαγε ο καημός»· βλ. και φρ. πήγε με τον καημό·
- του ’φυγε ο καημός, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του: «επιτέλους, αγόρασε κι αυτός αυτοκίνητο και του ’φυγε ο καημός».
 καθαρίζομαι, ρ. [<καθαρίζω], καθαρίζομαι. 1. σκοτώνομαι: «μέχρι τώρα καθαρίστηκαν κι απ’ τις δυο συμμορίες πέντε άτομα». 2. πεθαίνω: «στην Κατοχή καθαρίστηκε ένα σωρό κόσμος από την πείνα». 3. απαλλάσσομαι από κάτι που είναι βλαβερό, επιζήμιο ή άχρηστο, επανέρχομαι στη φυσιολογική κατάσταση, ξεκαθαρίζομαι: «πρέπει να καθαριστεί απ’ τους ημέτερους η διοίκηση για να μπορέσουν να μπουν οι σωστές βάσεις για την ανάπτυξη || τώρα που καθαρίστηκε η θέση σου, μπορείς να ξανακυκλοφορήσεις χωρίς να φοβάσαι τίποτα». 4. χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε τυχερό παιχνίδι: «κάθισα να παίξω μ’ ένα σωρό λεφτά και καθαρίστηκα εντελώς». (Λαϊκό τραγούδι: και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, και στο μπαρμπούτι να ριχτούν, ωσότου να καθαριστούν, τον αργιλέ να θυμηθούν).