καημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. καίω], (συνήθως με άρθρο). 1. που προκαλεί οίκτο, συμπάθεια από την ατυχία ή τη δύσκολη κατάσταση που αντιμετωπίζει, ο δύστυχος, ο κακομοίρης: «βρε, τον καημένο τον άνθρωπο, σκοτώνεται κάθε μέρα στη δουλειά για να τα φέρει βόλτα στο σπίτι του || βρε, την καημένη τη γυναίκα, πόσα βάσανα τραβάει απ’ τον μπεκρούλιακα τον άντρα της!». (Λαϊκό τραγούδι: μέχρι δεκάρα τα ’φαγε κι έμεινε μπατιράκι, τι έπαθες, τι έπαθες καημένε Νικολάκη). 2α. λέγεται και με συμπάθεια για να εκδηλώσουμε τη φιλική μας διάθεση σε αυτό που αναφερόμαστε: «τα καημένα τα πουλάκια, για δες τι ωραία που κελαηδάνε || τα καημένα τα ζωάκια, για δες τι ωραία που τρέχουν || τα καημένα τα παιδάκια τι ωραία που παίζουν». β. λέγεται με συμπάθεια και ως επιφών.: «καημένοι γονείς! || καημένη Κύπρος! || καημένε άνθρωπε! || καημένη γυναίκα! || καημένο παλικάρι!». 3α. (και στα τρία γένη ως ουσ.) αυτός που είναι δύστυχος, κακομοίρης: «βρε τι τραβάω ο καημένος!». (Λαϊκό τραγούδι: για μια κοπέλα όμορφη που γνώρισα ο καημένος αυτή μου πήρε την καρδιά και ζω δυστυχισμένος).β. (με συμπάθεια) ως εκδήλωση της φιλικής μας διάθεσης σε αυτό που αναφερόμαστε: «τι γλυκούλα που είναι η καημένη!». 4α. στην κλητ. καημένε, δηλώνει ήπια επίπληξη: «τι κάνεις έτσι καημένε, δε χάθηκε κι ο κόσμος!». β. λέγεται αντί ονόματος ή πολλές φορές προτάσσεται του ονόματος: «μην είσαι ανόητος καημένε, εδώ παίζονται πολλά! || τι λες καημένε Τάκη!».
- καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ’μελε να πάθεις! έκφραση συμπάθειας ή συμπαράστασης σε άτομο που έπαθε κάτι πολύ κακό. (Λαϊκό τραγούδι: και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου, την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου. Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ’μελε να πάθεις, από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις). Αναφορά στο έγκλημα που έγινε στην Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου, παραμονή των Φώτων του 1931, και που έμεινε στα εγκληματολογικά χρονικά ως “Το έγκλημα στου Χαροκόπου”. Θύμα ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, εγκέφαλος της δολοφονίας η πεθερά του Άρτεμις Κάστρου και συνένοχοι η πανέμορφη σύζυγος Σοφία (Φούλα) Αθανασοπούλου, ο ανεψιός Δημήτρης Μοσκιός και η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου. Τα άτομα αυτά, αφού επιχείρησαν πρώτα ανεπιτυχώς να κάψουν το πτώμα, το τεμάχισαν και το πέταξαν στον Κηφισό·   
- τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- ωχ καημένε! α. έκφραση που δηλώνει τέλεια αδιαφορία: «ωχ καημένε, εγώ θα βγάλω το φίδι απ’ την τρύπα!». β. έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση ή δυσφορία: «ωχ καημένε, παράτα μας!».