καζούρα, η, ουσ. [<κάζο + κατάλ. -ούρα], κοροϊδία, πείραγμα, ειρωνεία, θορυβώδης εκδήλωση εναντίον κάποιου ατόμου που γίνεται είτε ομαδικά είτε ατομικά με σκοπό να το γελοιοποιήσει: «κάθε φορά που τον βλέπουν να γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι, του αρχίζουν την καζούρα τα πιτσιρίκια της γειτονιάς»·
- βάζω καζούρα, βλ. φρ. κάνω καζούρα·
- κάνω καζούρα, κοροϊδεύω, πειράζω, ειρωνεύομαι, θορυβώ εναντίον κάποιον ατόμου ομαδικά ή ατομικά με σκοπό να το κοροϊδέψω ή να το γελοιοποιήσω: «με τις βλακείες που κάνεις, τους δίνεις το δικαίωμα να σε κάνουν καζούρα». (Λαϊκό τραγούδι: τι σου φταίω κάθε βράδυ κι είμαι σούρα και οι φίλοι να μου κάνουνε καζούρα
- τρώω καζούρα, γίνομαι αντικείμενο καζούρας: «όπως ερχόμουν, έπεσα μέσα στις λάσπες κι έφαγα τέτοια καζούρα από τη μαρίδα της γειτονιάς, που ήταν όλη δική μου».