ίχνος, το, ουσ. [<αρχ. ἴχνος], το ίχνος· το αχνάρι, το χνάρι (βλ. λ.)·
- ακολουθώ τα ίχνη (κάποιου), βλ. φρ. βαδίζω στα ίχνη (κάποιου)·
- βαδίζω στα ίχνη (κάποιου), μιμούμαι την καλή ή κακή συμπεριφορά ή ιδιότητα κάποιου: «ο πατέρας του ήταν άγιος άνθρωπος κι αυτός βαδίζει στα ίχνη του || ο πατέρας του ήταν μεγάλος μπεκρής κι αυτός βαδίζει στα ίχνη του || ο πατέρας του υπήρξε δαιμόνιος έμπορος κι αυτός βαδίζει στα ίχνη του»·
- βρίσκομαι στα ίχνη (κάποιου), ανακαλύπτω σταδιακά διάφορα στοιχεία, που με οδηγούν στην εντόπιση κάποιου προσώπου ή στην εξιχνίαση κάποιου εγκλήματος: «η αστυνομία  βρίσκεται στα ίχνη του εγκληματία»· βλ. και φρ. βαδίζω στα ίχνη (κάποιου)·
- δεν έχει ίχνος…, δηλώνει παντελή έλλειψη από κάτι: «είναι άνθρωπος που δεν έχει ίχνος κακίας || είναι άνθρωπος, που δεν έχει ίχνος ευγένειας || αυτός ο άνθρωπος δεν έχει ίχνος τιμιότητας». Συνών. δεν έχει δράμι… / δεν έχει στάλα… / δεν έχει σταλιά(…)· βλ. και φρ. δεν υπάρχει ίχνος(…)·
- δεν υπάρχει ίχνος…, δηλώνει τέλεια έλλειψη από κάτι: «δεν υπάρχει ίχνος ζωής || σήμερα στον κόσμο δεν υπάρχει ίχνος ανθρωπιάς»· βλ. και φρ. δεν έχει ίχνος(…)·
- είμαι στα ίχνη (κάποιου), βλ. φρ. βρίσκομαι στα ίχνη (κάποιου)·
- έχουμε την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη της, βλ. λ. αρκούδα·
- χάθηκαν τα ίχνη του, εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη που να οδηγούν στον εντοπισμό του: «ο κλέφτης χώθηκε μέσ’ στα στενά δρομάκια και χάθηκαν τα ίχνη του»·
- χάνω τα ίχνη (κάποιου),α.  ενώ συναναστρέφομαι κάποιον, ξαφνικά χάνω την επαφή μαζί του και δεν ξέρω πού βρίσκεται ή τι κάνει: «είναι λίγος καιρός που έχασα τα ίχνη του και δεν ξέρω τι να υποθέσω». (Λαϊκό τραγούδι: είχα έναν παλιόφιλο, τα ίχνη του έχω χάσει σ’ ένα στέκι απόμερο στο στέκι του Θανάση). β. χάνω την οπτική επαφή με το άτομο που για διάφορους λόγους παρακολουθώ: «μπλέχτηκε μέσα στον κόσμο, που έβγαινε απ’ το γήπεδο, κι έχασα τα ίχνη του».