ίσιος,
-α, -ιο, επίθ. [μσν.
ἴσιος], ίσιος· που είναι ευθύς στο χαρακτήρα του, που είναι έντιμος,
ειλικρινής, ντόμπρος: «γνώρισα πολλούς στη ζωή μου, αλλά λίγοι απ’ αυτούς ήταν
ίσιοι άνθρωποι». Επίρρ. ίσια· βλ. και λ. ίσος. (Ακολουθούν 23 φρ.)·
- ανάμεσα
στον ανήφορο και στον κατήφορο υπάρχει και ο ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- βαδίζω
στον ίσιο δρόμο ή βαδίζω τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω
απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- ίσια
λόγια, βλ. λ. λόγος·
- ίσια
το κορμί, βλ. λ. κορμί·
- ίσιος
άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- μην
κοιτάς τη στραβή μου μύτη, κοίτα την ίσια μου τύχη ή μην κοιτάς τα
στραβά μου πόδια, κοίτα την ίσια μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- μου
πέταξε βυζί στα ίσια, βλ. λ. βυζί·
- μου
πέταξε μπούτι στα ίσια, βλ. λ. μπούτι·
- ο
ίσιος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- παίρνω
ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο δρόμο ή παίρνω τον ίσιο το δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάω
ίσια, βλ. φρ. πάω ίσα, λ. ίσος·
- στα
ίσια, χωρίς υπονοούμενα, χωρίς περιστροφές, χωρίς υπεκφυγές: «τον έπιασα
και τον μίλησα στα ίσια για να μην υπάρχουν παρανοήσεις στην υπόθεση»·
- τα
φέρνω ίσια υφάδι, ίσια στημόνι, βλ. λ. υφάδι·
- την
πέφτω στα ίσια, (και για τα δυο φύλα) δείχνω φανερά και ολοκάθαρα το
ερωτικό μου ενδιαφέρον για κάποιο άτομο: «όταν της αρέσει κάποιος, τον
πλησιάζει και την πέφτει στα ίσια
- της
τα ’ριξα στα ίσια, βλ. φρ. της την έπεσα στα ίσια·
- της
την έπεσα στα ίσια, της έδειξα φανερά και ολοκάθαρα πως με ενδιαφέρει και
πως θέλω να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «μόλις κάθισε στο μπαράκι, πήγα και
της την έπεσα στα ίσια». (Τραγούδι: φαλλοκρατικές δυνάμεις μας την πέσανε
στα ίσια και για κόντρα η κοιλιά μας θα γεννάει μόνο κορίτσια )·
- τον
βάζω στον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον
βγάζω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- τον
φέρνω στον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- του
δίνω ίσια ή τη δίνω ίσια, κινούμαι χωρίς να παρεκκλίνω από την
πορεία που έχω, κινούμαι κατευθείαν: «μετά την Κατερίνη την έδωσα ίσια για
Θεσσαλονίκη || μόλις βγήκα απ’ το μπαράκι του ’δωσα ίσια για το σπίτι»·
- του
τα ’ριξα στα ίσια, του μίλησα χωρίς υπεκφυγές, απροκάλυπτα: «μόλις τον
είδα, του τα ’ριξα στα ίσια και του ζήτησα τα λεφτά μου»·
-
φεύγω απ’ τον ίσιο δρόμο, βλ. λ. δρόμος.