Ιούδας, ο, κύρ. όν. [<μτγν. Ιούδας <εβρ. Judah <Yehudha], ο Ιούδας· (υποτιμητικά) ο προδότης (συχνά ακολουθεί το Ισκαριώτης): «δεν πιστεύω να ’χουμε κανέναν Ιούδα μέσα στην παρέα μας! || βρε Ιούδα Ισκαριώτη, γιατί κάθισες και τα είπες όλα όσα σου εμπιστεύτηκα;». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ είχα μέσα στα βελούδα και με πρόδωσες Ιούδα // με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ
- δίνω το φιλί του Ιούδα, προδίδω κάποιον: «πολλοί θα μπορούσαν να μ’ έχουν προδώσει, αλλά, δεν το περίμενα από έναν φίλο να μου δώσει το φιλί του Ιούδα». Αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Ιούδας παρέδωσε το Χριστό στους διώκτες του»·
- το φιλί του Ιούδα, το ψεύτικο, το υποκριτικό φιλί: «κάθε φορά που θέλει να με καλοπιάσει, αρχίζει να μου δίνει τα φιλιά του Ιούδα». Αναφορά στο αναγνωριστικό φιλί που έδωσε ο Ιούδας στο Χριστό υποδεικνύοντάς τον στους διώκτες του. Πρβλ. και οι παλιόφιλοι με πρόδωσαν ακόμα, Ισκαριώτηδες μ’ ένα φιλί στο στόμα (Λαϊκό τραγούδι).