ιερός,
-ή κ. -ά -ό, επίθ.
[<αρχ. ἱερός], ιερός· το ουδ. ως ουσ. το ιερό, το ενδότερο μέρος του
χριστιανικού ναού, όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα·
- δεν
έχει ούτε ιερό ούτε όσιο, δε σέβεται απολύτως τίποτα, δεν έχει καμιά ηθική
αναστολή: «μην ξανοίγεσαι πολύ μαζί του, γιατί δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο και
θα σε καταστρέψει»·
- ιερό
τέρας, βλ. λ. τέρας·
- ιερός
πόλεμος, βλ. λ. πόλεμος·
- περνώ
απ’ την Ιερά Εξέταση ή περνώ από Ιερά Εξέταση, βλ. λ. εξέταση·
- σ’
ό,τι έχω ιερό, όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον:
«σ’ ό,τι έχω ιερό, τα πράγματα έγιναν έτσι ακριβώς όπως σου τα λέω»·
- τα
ιερά και τα όσια, ό,τι πιο ιερό έχει ή θεωρεί κάποιος στη ζωή του: «θα
πολεμήσουμε για τα ιερά και τα όσια».