θρόνος, ο, ουσ. [<αρχ. θρόνος], θρόνος·
- ανεβάζω στο θρόνο (κάποιον), τον κάνω βασιλιά: «ο λαός με δημοψήφισμα ανέβασε στο θρόνο τον Γεώργιο τον Α΄»·
- ανεβαίνω στο θρόνο, γίνομαι βασιλιάς: «μετά το θάνατο του Παύλου, ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος »·
- γκρεμίζω απ’ το θρόνο του (κάποιον), εκθρονίζω κάποιον με τη βία: «ο λαός γκρέμισε απ’ το θρόνο του το βασιλιά»·
- κάθεται σε χρυσό θρόνο, είναι απόλυτα εξασφαλισμένος, ζει πλουσιοπάροχα: «απ’ τη μέρα που τα βρήκε με τα πεθερικά του κάθεται σε χρυσό θρόνο»·
- κατεβάζω απ’ το θρόνο (κάποιον), τον εκθρονίζω, τον καθαιρώ: «ο λαός με δημοψήφισμα αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, κατέβασε απ’ το θρόνο το βασιλιά Κωνσταντίνο»·
- κατεβαίνω απ’ το θρόνο, βλ. φρ. χάνω το θρόνο μου·
- πέφτω απ’ το θρόνο, εκθρονίζομαι·
- ρίχνω απ’ το θρόνο του (κάποιον), εκθρονίζω: «ο λαός με το δημοψήφισμά του έριξε απ’ το θρόνο του τον Κωνσταντίνο»· βλ. και φρ. γκρεμίζω απ’ το θρόνο·
- χάνω το θρόνο μου, χάνω τη βασιλική μου εξουσία: «οι πιο πολλοί βασιλείς της Ευρώπης έχασαν το θρόνο τους στη διάρκεια του εικοστού αιώνα».