ακουμπώ κ. ακουμπάω, ρ. [<μσν. ἀκουμπίζω <ἀκουμπώ <λατιν. accumbo (= ξαπλώνω)], ακουμπώ. 1.  αφήνω κάτι κάπου: «ακούμπησα το δέμα στο τραπέζι». 2. καταθέτω χρήματα στην τράπεζα, ιδίως για να πληρώσω οφειλές ή τόκους: «κάθε μήνα ακουμπώ στην τράπεζα ένα σωρό λεφτά για να ξεχρεώσω ένα παλιό μου δάνειο». 3. υποχρεώνομαι, εξαναγκάζομαι να πληρώσω σε κάποιον ένα ποσό: «κάθε χρόνο ακουμπώ ένα σωρό λεφτά στην εφορία». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ το μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι πριν καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). 4.ξοδεύω, σπαταλώ: «όσα βγάζει, πηγαίνει και τ’ ακουμπάει στα γλέντια || όσα βγάζει, τ’ ακουμπάει στις ιπποδρομίες». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στη λαχαναγορά να ζουν τα μαναβάκια, που όσα βγάζουν τ’ ακουμπούν τα βράδια στα γλεντάκια). 5. στηρίζομαι σε κάποιον για να βοηθηθώ: «απ’ τον καιρό π’ ακούμπησε στους γονείς του, πήρε την πάνω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα θέλεις για ρεζέρβα, ν’ ακουμπάς, όταν δεν έχεις πουθενά να πας).6. βρίσκομαι στα πρόθυρα ν’ ανακαλύψω ή να συλλάβω κάποιον ή κάποιους που κινούνται ή ενεργούν μυστικά, ιδίως παράνομα: «ο Υπουργός Δημοσίας Τάξεως ανακοίνωσε πως ακουμπάει τους τρομοκράτες». 7. (στη γλώσσα της αργκό) βάζω ενέχυρο κάποιο αντικείμενο στο ενεχυροδανειστήριο: «κάθε τόσο πηγαίνει στην ακούμπα κι ακουμπάει κι ένα χρυσαφικό της γριάς του»·
- δεν τ’ ακούμπησα, (ιδίως για φαγητό ή άλλο φαγώσιμο) βλ. φρ. ούτε που τ’ ακούμπησα·
- δεν τον ακούμπησα, βλ. φρ. ούτε που τον ακούμπησα·
- ούτε που τ’ ακούμπησα, (ιδίως για φαγητό ή άλλο φαγώσιμο) δεν έφαγα ούτε την παραμικρή ποσότητα: «με μάλωσε η μητέρα μου πως έφαγα το γλυκό, αλλά εγώ ούτε που τ’ ακούμπησα»·
- ούτε που τον ακούμπησα, δεν έκανα την παραμικρή βίαιη χειρονομία εναντίον του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «σ’ ορκίζομαι, σου λέω, ούτε που τον ακούμπησα και ξαφνικά έμπηξε τις τσιρίδες»·
- πέρασε και δεν ακούμπησε, βλ. λ. περνώ·
- τ’ ακουμπώ(ενν. τα χρήματα), α. δίνω συστηματικά τα χρήματά που κερδίζω σε κάποιον ή σε κάτι: «όσα βγάζει τ’ ακουμπάει στη γυναίκα του || όλα του τα λεφτά τ’ ακουμπάει στον ιππόδρομο». (Λαϊκό τραγούδι: στα χαρτιά τα κονομούσα και σε σένα τ’ ακουμπούσα). β. ποντάρω σε κάποιο τυχερό παιχνίδι: «τ’ ακούμπησε όλα στον άσο που είχε, κι αντί να του βγει φιγούρα και να κάνει εικοσιμία, του βγήκε δυάρι και φιγούρα κι έκανε είκοσι φεύγα». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ ακούμπησα κι ησύχασα· όλα με άσο-δύο· αν τα κρατούσα μάγκες μου, θα είχα ένα πλοίο). γ. ξοδεύω τα χρήματα που κερδίζω: «ό,τι βγάζει τ’ ακουμπάει στα μπουζούκια». (Λαϊκό τραγούδι: μέσα στη λαχαναγορά να ζουν τα μαναβάκια, που όσα βγάζουν τ’ ακουμπούν τα βράδια στα γλεντάκια
- τ’ ακουμπώ μέχρι δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
- τ’ ακουμπώ μέχρι δραχμή (τσακιστή), βλ. λ. δραχμή·
- τ’ ακουμπώ μέχρι φράγκο (τσακιστό), βλ. λ. φράγκο·
- της τον (την, το) ακουμπώ (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της κάνω κολλητήρι ακουμπώντας το πέος μου, ιδίως στα οπίσθιά της και κατ’ επέκταση της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «μέσα στο συνωστισμό κατάφερα και της τον ακούμπησα || εσύ τι λες, δεν της τον ακούμπησα κλεισμένοι όλο το βράδυ στο δωμάτιο;».