θεά, η, ουσ. [<αρχ. θεά, θηλ. του ουσ. θεός], η θεά· γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς: «συνόδευε στο χορό μια θεά, που όλοι έσκασαν απ’ τη ζήλεια τους». (Λαϊκό τραγούδι: λουλουδού μου, λουλουδού μου μ’ έχεις πάρει ποια το νου, εσύ είσαι η θεά κι όχι αυτή που τραγουδά
- η πορτοκαλί θεά, η μπάλα με την οποία παίζεται το μπάσκετ και, κατ’ επέκταση, το μπάσκετ: «η πορτοκαλί θεά, προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών φιλάθλων». Από το ότι η μπάλα με την οποία παίζεται το άθλημα αυτό έχει συνήθως πορτοκαλί χρώμα·
- η στρογγυλή θεά, η μπάλα με την οποία παίζεται το ποδόσφαιρο και, κατ’ επέκταση, το ποδόσφαιρο: «η στρογγυλή θεά έχει τους περισσότερους φιλάθλους από κάθε άλλο άθλημα || στο όνομα της στρογγυλής θεάς γίνονται απαράδεκτα έκτροπα από διάφορους ανεγκέφαλους χουλιγκάνους»·
- ο μάγος της στρογγυλής θεάς, ο ποδοσφαιριστής που κατέχει απόλυτα τα μυστικά του ποδοσφαίρου: «ο Κούδας υπήρξε ένας από τους μάγους της στρογγυλής θεάς».