θανατάς, ο, ουσ. [<θάνατος + κατάλ. -άς], ο χάρος·
- είναι του θανατά, είναι ετοιμοθάνατος: «μέσα στο σπίτι επικρατεί άκρα ησυχία, γιατί ο παππούς είναι του θανατά»·
- έπεσε του θανατά, στενοχωρήθηκε τόσο πολύ, που πήγε να πεθάνει από τη στενοχώρια του: «με τον τρόπο που του μίλησες, έπεσε του θανατά ο άνθρωπος!»· βλ. και φρ. είναι του θανατά·
- το παίρνω του θανατά, στενοχωριέμαι πάρα πολύ, παίρνω κατάκαρδα κάτι που μου λένε: «μια κουβέντα είπα για να κάνω ένα αστείο κι εσύ το πήρες του θανατά»·
- του θανατά, α. πάρα πολύ ωραία, πολύ ευχάριστα: «στην εκδρομή περάσαμε του θανατά». β. (για πρόσωπα) υπερβολικά όμορφος: «έπιασα μια γκόμενα που είναι του θανατά». γ. (για πράξεις ή καταστάσεις) υπερβολικά: «έτρεχε του θανατά || φάγαμε του θανατά || είναι ζηλιάρης του θανατά».