Ηλιθιόπουλος, ο, θηλ. Ηλιθιοπούλου, η, ως επώνυμο [<ηλίθιος + κατάλ. -όπουλος], ιδίως εύχρ. στις φρ. κυρία Ηλιθιοπούλου και κύριος Ηλιθιόπουλος, (ειρωνικά ή υποτιμητικά) η ηλίθια, ο ηλίθιος: «πόσες φορές πρέπει να στο πω, κυρία Ηλιθιοπούλου, για να το καταλάβεις;».