ηλεκτρικό, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. ηλεκτρικός], το ηλεκτρικό ρεύμα: «για δες, έχουμε ηλεκτρικό στο σπίτι;»·
- κόβω το ηλεκτρικό, διακόπτω την παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό και η Δ.Ε.Η. μου ’κοψε το ηλεκτρικό».