ζυμώνω, ρ. [<μσν. ζυμώνω <αρχ. ζυμῶ], ζυμώνω· με διάφορες ενέργειες, ιδίως όχι διαφανείς, προετοιμάζω, διαμορφώνω μια κατάσταση: «κάτι ζυμώνει η κυβέρνηση για τις συντάξεις». Με το ρ. ζυμώνω υπάρχει και το ακόλουθο λογοπαίγνιο: τι σχέση έχει ο φούρναρης με την καλογριά. Ο φούρναρης ζυμώνει και η καλογριά ζει μόνη, λογοπαίγνιο που στηρίζεται πάνω στα ομόηχα ζυμώνει και ζει-μόνη·
- άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει, ενεργοποιείται μόνο όταν του παρουσιάζεται κάποια ανάγκη: «συνήθως δε σκοτίζεται στη ζωή του κι άμα δεν πεινάσει, δε ζυμώνει». Αντίθ. των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν·
- αν ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- αν ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, βλ. λ. αποβραδίς·
- αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα, προτρεπτική ή συμβουλευτική έκφραση σε κάποιον να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι έτοιμος γι’ αυτό που πρόκειται, που σκοπεύει να κάνει: «πρέπει να προετοιμαστείς καλά γι’ αυτό που πρόκειται να κάνεις, γιατί, αν θα ζυμώσεις το ταχύ, αποβραδίς κοσκίνα»·
- όποιος βαριέται να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει ή όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις, τόσο φουσκώνει, βλ. λ. ζυμάρι.