ζυμάρι, το, ουσ. [<μσν. ζυμάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ζύμη], το ζυμάρι. 1. κάθε ύλη που είναι πολύ μαλακή: «μας έκανε μια τυρόπιτα που ήταν σκέτο ζυμάρι». 2. (για πρόσωπα) που είναι εύπλαστος: «έχει έναν χαρακτήρα σαν ζυμάρι κι όλοι τον κάνουν ό,τι θέλουν»·
- το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις, τόσο φουσκώνει, όσο πιο πολύ ενδιαφέρεται και κοπιάζει κανείς για τις δουλειές του, τόσο αυτές προκόβουν: «πρέπει να κυνηγάς όσο μπορείς τη δουλειά σου, γιατί το ζυμάρι, όσο ζυμώνεις, τόσο φουσκώνει».