ακόμη κ. ακόμα, επίρρ. [<μσν. ἀκομήν], ακόμη. α. επίρρ. χρον. μέχρι τώρα: «δεν ήρθε ακόμη». β. επίρρ. ποσοτ., επιπλέον: «θέλω να σου πω ακόμα και το εξής». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμα ένα ποτηράκι, ακόμα ένα τραγουδάκι). γ. ως χρον. σύνδ., όσο, ενόσω: «θέλει να χαρεί τη ζωή του ακόμη που είναι νέος». (Ακολουθούν 68 φρ.)·
- ακόμα καλύτερα! βλ. λ. καλύτερος·
- ακόμα μια φορά, βλ. λ. φορά·
- ακόμα να…, καθυστερεί, αργεί να  γίνει ή δεν έγινε μέχρι τώρα κάτι, που όμως θα έπρεπε να είχε γίνει: «έφυγε πριν από μια ώρα απ’ το σπίτι του, αλλά ακόμα να ’ρθει || ακόμη εκεί είσαι; || ακόμη δεν τέλειωσες; || ακόμα δεν έγινε το φαγητό, βρε γυναίκα! Τρεις πήγε η ώρα!»·
- ακόμα στην αρχή είμαστε ή είμαστε ακόμα στην αρχή, βλ. λ. αρχή·
- ακόμα χειρότερα! βλ. λ. χειρότερος·
- ακόμη βυζαίνει το δάχτυλό του, βλ. λ. δάχτυλο·
- ακόμη γελάω, λέγεται για να επιτείνει το φαιδρό ή το αστείο, που μου προξένησε το γέλιο (που, αν και πέρασε δηλ. κάποιο χρονικό διάστημα, κυριαρχεί ακόμα στη σκέψη μου και εξακολουθεί να μου φέρνει γέλιο): «ήταν τόσο πετυχημένο αστείο, που ακόμη γελάω»·
- ακόμη δε βγήκε απ’ τ’ αβγό του, βλ. λ. αβγό·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, βλ. λ. καβούκι·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το μουνί της μάνας του, βλ. λ. μουνί·
- ακόμη δε στέγνωσε το μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, βλ. λ. γένια·
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε  μουστάκια, βλ. λ. μουστάκι·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες, βλ. λ. τρίχα·
- ακόμη δεν έβγαλε τρίχες στ’ αρχίδια του, βλ. λ. αρχίδι·
- ακόμη δεν έβγαλες φρονιμίτη; βλ. λ. φρονιμίτης·
- ακόμη δεν έσκασε απ’ τ’ αβγό του, βλ. λ. αβγό·
- ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε, βλ. λ. Γιάννης·
- ακόμη και…, έκφραση με την οποία τονίζουμε πόσο υπερβολικό είναι κάτι: «ακόμη και να τη χτυπώ, αυτή χαμογελάει κι έρχεται και με φιλάει || ακόμη και το χειμώνα με τα πολλά κρύα, αυτός κάνει μπάνιο στη θάλασσα»·
- ακόμη και αν… ή ακόμη και να… ή ακόμη και όταν…, έστω και…: «ακόμη και αν μου ζητήσει συγνώμη, δε θα τον συγχωρήσω || δεν έχω σκοπό να τον βοηθήσω, ακόμη και να μου το ζητήσει ο αδερφός του, που είμαστε φίλοι || δε θέλησε να πάρει μέρος στη δουλειά, ακόμη και όταν τον διαβεβαίωσα πως ήταν σίγουρη και επικερδέστατη»·
- ακόμη λέει το κρέας τσιτσί, βλ. λ. κρέας·
- ακόμη λέει το νερό μπου, βλ. λ. νερό·
- ακόμη τα κάνει απάνω του ή τα κάνει ακόμη απάνω του, βλ. λ. απάνω·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, βλ. λ. βρακί·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
- ακόμη το στόμα του μυρίζει γάλα, βλ. λ. στόμα·
- αχνίζει ακόμη το αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- βρίσκομαι ακόμη στον πρόλογο, βλ. λ. πρόλογος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεν έπηξαν ακόμα τα μυαλά του ή δεν έπηξε ακόμα το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, βλ. λ. φωνή·
- είμαι ακόμη στον πρόλογο, βλ. λ. πρόλογος·
- είμαστε ακόμη στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- είναι ακόμα μωρό, βλ. λ. μωρό·
- είναι ακόμα στο μέλι, βλ. λ. μέλι·
- είναι ακόμα στο πρώτο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. δουλειά·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω μέλλον ακόμα, βλ. λ. μέλλον·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βλ. λ. δρόμος·
- θα κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- θα κυλήσει πολύ νερό ακόμα, βλ. λ. νερό·
- θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, βλ. λ. καρβέλι·
- θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να…, βλ. λ. ψωμί·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- και κάθεσαι ακόμα; βλ. φρ. κι ακόμα κάθεσαι(;)·
- … κι ακόμη τρέχω, λέγεται για να επιτείνει το συμβάν που με φόβισε και με ανάγκασε να απομακρυνθώ από κάπου τρέχοντας (που αν και πέρασε δηλ. κάποιο χρονικό διάστημα, κυριαρχεί ακόμα στη σκέψη μου και με κάνει να νιώθω πως ακόμη τρέχω): «μόλις τον είδα να βγάζει αγριεμένος το μαχαίρι του, πήρα τέτοιο φόβο, που το ’βαλα στα πόδια κι ακόμη τρέχω»·
- και πού ’σαι ακόμα! θα συμβούν ακόμα περισσότερα από αυτά που συνέβησαν, καλύτερα ή χειρότερα, έπεται συνέχεια: «πήρε το πτυχίο του με άριστα. -Και πού ’σαι ακόμα! || τον πήγαν στην Ασφάλεια για εξακρίβωση στοιχείων. -Και πού ’σαι ακόμα!». (Τραγούδι: πλήρωσες να μπεις και κοιτάς με ορθάνοιχτο στόμα, φλόγες να έχουν ζώσει τον στίβο και πού είσαι ακόμα
- κι ακόμα εδώ είσαι; βλ. φρ. κι ακόμα κάθεσαι(;)·
- κι ακόμα κάθεσαι; προτρεπτική έκφραση σε άτομο να αφήσει τους δισταγμούς του και να ενεργοποιηθεί, γιατί, αυτό που του έχει προταθεί, είναι πολύ καλό ή πολύ συμφέρον για τον εαυτό του: «σου ’πε ο τάδε βιομήχανος πως θέλει να κουβεντιάσει μια δουλειά μαζί σου κι ακόμα κάθεσαι;». Πολλές φορές, μετά το κι ακολουθεί το εσύ· 
- κι αν ακόμη…, ανεξάρτητα από το αν…: «κι αν ακόμη πάρεις το δάνειο που λες, δε θα μπορέσεις να τελειώσεις τη δουλειά, γιατί είσαι άσχετος»·
- λίγο ακόμη και..., βλ. λ. λίγος·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- να δούμε τι θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακούω·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! βλ. λ. μάτι·
- παίζει ακόμη με τις κούκλες, βλ. λ. κούκλα·
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- στέκεται ακόμη όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι παράλογο ή παράξενο που μας λένε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας για κάτι παράλογο ή παράξενο που βλέπουμε. Επίσης λέγεται και στην περίπτωση που μας λένε κάτι παράλογο ή παράξενο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. λ. μάτι·
- το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε, βλ. λ. παιδί·
- φεύγει κι ακόμα πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έφυγε ταχύτατα, ιδίως από φόβο (ενν. με τόση ταχύτητα, που δεν μπορεί ακόμα να σταματήσει). (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω ένα ξύλο από οξιά κι επάνω της το σπάω, της δίνω ξύλο αλύπητο, φεύγω κι ακόμα πάω).