ζουρλομανδύας, ο, ουσ. [<ζουρλός + μανδύας], ο ζουρλομανδύας· αυτός που είναι  πολύ τρελός: «μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον ζουρλομανδύα, γιατί θα βρεθείς μπλεγμένος»·
- του χρειάζεται ζουρλομανδύας, α. είναι επικίνδυνα τρελός, γι’ αυτό πρέπει να περιοριστεί: «είναι τόσο ζουρλός, που του χρειάζεται ζουρλομανδύας». Από την εικόνα του τρελού στο τρελοκομείο στον οποίος, όταν τον πιάνει κρίση, περνούν τον ζουρλομανδύα για να τον ακινητοποιήσουν. β. είναι παράλογος, έχει περίεργη, εξεζητημένη συμπεριφορά ή ντύσιμο, είναι εκκεντρικός: «του χρειάζεται ζουρλομανδύας, αν θέλει να πληρώνεται χωρίς να δουλεύει! || του χρειάζεται ζουρλομανδύας, αν κυκλοφορεί έτσι σαν παλιάτσος!».