ζουρλαμάρα, η, ουσ. [<ζουρλός + κατάλ. -αμάρα], η ιδιότητα του ζουρλού, η ζούρλα.: «άσε τις ζουρλαμάρες και συγκεντρώσου στη δουλειά σου!»·
- κάνει ζουρλαμάρες, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, κάνει τρελά, ανόητα πράγματα, συμπεριφέρεται ανόητα: «έγινε κοτζάμ άντρας κι ακόμη κάνει ζουρλαμάρες»·
- λέει ζουρλαμάρες, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, λέει τρελά, ανόητα πράγματα: «μόλις πιει κάνα δυο ποτηράκια, αρχίζει και λέει ζουρλαμάρες».