ζούλα, επίρρ. [<ζουλώ], (στη γλώσσα της αργκό) κρυφά, με τρόπο: «του ’δωσε ζούλα πέντε χιλιάρικα». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα σε μια βάρκα μπήκα, στη σπηλιά του Δράκου βγήκα
- ζούλα κι αβέρτα, με την ανοχή: «οι μπάτσοι ήταν στη γωνιά κι εμείς στην άλλη γωνιά ρίχναμε τα κόκαλα ζούλα κι αβέρτα», δηλ. παίζαμε ζάρια με την ανοχή των αστυνομικών·
- στη ζούλα, α. στα κρυφά, χωρίς να αντιληφθεί κανένας τίποτα, χωρίς να πάρει κανένας μυρωδιά: «τον πήρε στη ζούλα και φύγανε». (Λαϊκό τραγούδι: μου την έσκασες στη ζούλα αχ, πού θα μου πας βρε Κούλα, όπου σ’ έβρω βρε μοβόρα, θα σου ξηγηθώ στα φόρα). β. λαθραία, παράνομα: «πουλάει τσιγάρα στη ζούλα || έχτισε το εξοχικό του στη ζούλα».