ζέστα κ. ζέστη, η, ουσ. [<μσν. ζέστα, από το ρ. ζεσταίνω (υποχωρήτ.)], η ζέστα. Υποκορ. ζεστούλα, η (βλ. λ.)·
- γαμημένη ζέστα, πολύ δυνατή, αφόρητη: «είχε τέτοια γαμημένη ζέστα προχθές, που δε βγήκα απ’ το σπίτι»·
- δε μου κάνει ούτε κρύο ούτε ζέστα, βλ. λ. κρύος·
- έπιασε η ζέστα ή έπιασαν οι ζέστες ή μας έπιασε η ζέστα ή μας έπιασαν οι ζέστες, βλ. φρ. έσφιξε η ζέστα. (Λαϊκό τραγούδι: το καλοκαίρι έφτασε, μεγάλη ζέστη έπιασε
- έσφιξε η ζέστα ή έσφιξαν οι ζέστες ή μας έσφιξε η ζέστα ή μας έσφιξαν οι ζέστες, άρχισε περίοδος υψηλών θερμοκρασιών: «απ’ τις αρχές Ιουλίου έσφιξαν οι ζέστες και πήγε έτσι μέχρι τα τέλη Αυγούστου»·
- και πού να πιάσουν (κι) οι ζέστες! βλ. φρ. και πού να σφίξουν (κι) οι ζέστες(!)·
- και πού να σφίξουν (κι) οι ζέστες! λέγεται ειρωνικά για άτομο που χωρίς λόγο αρχίζει να συμπεριφέρεται ανόητα, παράλογα, να λέει ανοησίες, και υπονοείται πως η κατάστασή του θα επιδεινωθεί, όταν θα σφίξουν οι ζέστες·
- σκάω απ’ τη ζέστα, ζεσταίνομαι υπερβολικά: «το προηγούμενο καλοκαίρι σκάσαμε απ’ τη ζέστα»·
- τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον βάρεσε στο κεφάλι, άρχισε ξαφνικά να ζητά, να λέει ή να κάνει ανόητα πράγματα: «εκεί που καθόμασταν μια χαρά, σηκώθηκε ξαφνικά κι άρχισε να κάνει τρελά πράγματα, λες και τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι». Από την εικόνα του ατόμου που έπαθε ηλίαση κι έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας. Συνών. τον βάρεσε ο ήλιος στο κεφάλι (β)·
- τον έπιασε η ζέστα ή τον έπιασαν οι ζέστες, (ειρωνικά) ντύνεται ελαφρά αν και ο καιρός δε δικαιολογεί παρόμοιο ντύσιμο: «τον έπιασαν οι ζέστες χειμωνιάτικα κι άρπαξε γρίπη»·
- τον χτύπησε η ζέστα στο κεφάλι ή η ζέστα τον χτύπησε στο κεφάλι, βλ. φρ. τον βάρεσε η ζέστα στο κεφάλι.