ζερό, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. zéro <ιταλ. zero <αραβ. sifr (= κενός)]. 1. το μηδέν: «είχες εισπράξεις σήμερα; -Ζερό, φιλαράκι μου ». 2. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τρόπος παιξίματος στο κουμ καν, που παίζεται μια κι έξω, χωρίς να γράφεται το αποτέλεσμα κάθε κόλπου μέχρι να τελειώσει η παρτίδα: «επειδή ήμουν βιαστικός, παίξαμε δυο ζερό»·
- είμαι στο ζερό, βλ. φρ. έρχομαι στο ζερό·
- έρχομαι στο ζερό, α. επιστρέφω στο ίδιο σημείο απ’ όπου ξεκίνησα, δεν εξελίσσομαι: «μετά από τόσες ώρες συζήτηση κι εκεί που έδειχνε πως είχε μπει στο νόημα, μου πετάει ξαφνικά μια κοτσάνα κι ήρθαμε πάλι στο ζερό». β. αποτυχαίνω τελείως, είμαι ξοφλημένος, πιάνω πάτο: «μόλις τον άφησε η γυναίκα του, ήρθε στο ζερό || έκανε τολμηρές κινήσεις στην επιχείρησή του και κάποια στιγμή ήρθε στο ζερό»·
- φτάνω στο ζερό, βλ. φρ. έρχομαι στο ζερό.