έχθρα, η, ουσ. [<αρχ. ἔχθρα], η έχθρα·
- τους χωρίζει παλιά έχθρα, αλληλοεχθρεύονται, αλληλομισούνται από παλιά: «δεν ανταλλάσσουν κουβέντα, γιατί τους χωρίζει παλιά έχθρα».