εύκολος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. εὔκολος], εύκολος. 1. που είναι βολικός, καλόβολος, που δεν έχει ιδιοτροπίες, που δε δημιουργεί δυσκολίες: «δεν κουράστηκα να τον πείσω, γιατί ήταν εύκολος άνθρωπος || τον βρήκε εύκολο και τον κάνει ό,τι θέλει || μην κάνεις τίποτα ιδιαίτερο φαγητό, γιατί εγώ είμαι εύκολος και τα τρώω όλα». 2. το θηλ. ως ουσ. η εύκολη, γυναίκα που ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «όποιος έχει καιρό να πάει με γυναίκα, πηγαίνει με την τάδε που είναι εύκολη». Επίρρ. εύκολα κ. ευκόλως. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν αρπάζει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν παίρνει εύκολα μπρος, βλ. λ. μπρος·
- δεν παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- δεν του αλλάζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν του γυρίζεις εύκολα (το) κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- είχε εύκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- εύκολα χρήματα ή εύκολο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- εύκολη γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- εύκολη δουλειά είναι! βλ. λ. δουλειά·
- κώλος που έμαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, βλ. λ. κώλος·
- παίρνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- πέφτει εύκολα, (ιδ. για γυναίκα) ενδίδει με ευκολία στις ερωτικές προτάσεις των αντρών: «όποιος θέλει να εκτονωθεί, τα ρίχνει στην τάδε που πέφτει εύκολα»·
- πιάνει εύκολα φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, βλ. λ.παραλείπω·
- τα παίρνει εύκολα (ενν. τα γράμματα), βλ. λ. παίρνω·
- το χρήμα ανοίγει εύκολα τις πόρτες, βλ. λ. χρήμα.