ευκολία, η, ουσ. [<αρχ. εὐκολία], η ευκολία. 1. η εκδούλευση, η διευκόλυνση, η εξυπηρέτηση, ιδίως η χρηματική: «μια φορά σου ζήτησα να μου κάνεις μια ευκολία και με πέρασες στο ντούκου». 2. (ειρωνικά) η αφόδευση, το χέσιμο: «πάει για ευκολία του». 3. (για ηθοποιούς) οι δυνατότητες ή δεξιότητες που διαθέτει κανείς εκ φύσεως, χωρίς να κοπιάσει γι’ αυτό, και που συνήθως έχουν απήχηση ή τυποποιούν ένα τρόπο παιξίματος: «έχει μια ευκολία λόγω αστείας φάτσας και βγάζει γέλιο, γι’ αυτό είναι περιζήτητος στις επιθεωρήσεις || μη στηρίζεσαι μόνο στις ευκολίες σου, γιατί στο τέλος θα σε βαρεθεί ο κόσμος». 4. στον πλ. οι ευκολίες, τα απαραίτητα μέσα, οι ανέσεις, που διευκολύνουν την καθημερινή ζωή: «το σπίτι του έχει όλες τις ευκολίες»·
- καλή ευκολία! α. λέγεται ως ευχή σε κάποιον που αποφάσισε να καταπιαστεί με κάποιο έργο. β. λέγεται κυριολεκτικά αλλά και ειρωνικά σε κάποιον που πηγαίνει να αφοδεύσει. Από το ότι, αυτός που πάσχει από δυσκοιλιότητα ή έχει αιμορροΐδες, υποφέρει πολύ κατά την αφόδευση·
- κάνω ευκολίες, πουλώ το εμπόρευμά μου με δόσεις: «μη στενοχωριέσαι, αν δεν έχεις όλα τα λεφτά, γιατί κάνω ευκολίες»·
- κοιτάζει την ευκολία του ή κοιτάζει μόνο την ευκολία του ή κοιτάζει όλο την ευκολία του, επιδιώκει να τελειώσει μια δουλειά ή μια υπόθεσή του όπως τον βολεύει, όπως τον εξυπηρετεί και χωρίς να κοπιάσει πολύ: «μ’ ό,τι κι αν καταπιαστεί, κοιτάζει μόνο την ευκολία του»·
- χάριν ευκολίας, για λόγους ευκολίας, για ευκολία: «επειδή είναι φίλοι, του ’δωσε χάριν ευκολίας ένα ποσό για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές του».