ευαγγέλιο, το, ουσ. [<αρχ. εὐαγγέλιον (= καλή είδηση)], το ευαγγέλιο· βλ. και λ. βαγγέλιο·
- ευαγγέλιο τα λόγια σου! έκφραση με την οποία δηλώνουμε την απόλυτη ικανοποίησή μας σε άτομο που εκφράστηκε για κάποιον ή για κάτι με τρόπο τον οποίο επικροτούμε απόλυτα, αλλά εμείς για διάφορους λόγους δεν μπορούσαμε να εκφράσουμε: «ο διευθυντής σας είναι μεγάλο κοπρόσκυλο. -Ευαγγέλιο τα λόγια σου!»·
- ευαγγέλιο τα λόγια του, αληθέστατα: «τον πιστεύω απόλυτα, γιατί πάντα είναι ευαγγέλιο τα λόγια του»·
- χαράς ευαγγέλια! βλ. λ. χαρά.