ετοιματζίδικο, το, ουσ. [<έτοιμος + κατάλ. -τζίδικο]. α. ρούχο που αγοράστηκε έτοιμο από κατάστημα νεωτερισμών: «έχω πάψει να ράβω κουστούμι στο ράφτη, γιατί παίρνω ετοιματζίδικο». β. στον πλ. τα ετοιματζίδικα, (γενικά) τα καταστήματα που πωλούν έτοιμα ενδύματα και αυτά τα ίδια τα έτοιμα ενδύματα: «τα ετοιματζίδικα έχουν κάνει μεγάλη ζημιά στους ράφτες»·
- είναι ετοιματζίδικο, (για είδη ένδυσης) είναι αγορασμένο από κατάστημα που πουλάει έτοιμα ρούχα: «το κουστούμι που φορώ είναι ετοιματζίδικο».