ετικέτα, η, ουσ. [<γαλλ. etiquette], η ετικέτα·
- του βάζω την ετικέτα, βλ. φρ. του κολλώ την ετικέτα·
- του κολλώ την ετικέτα, χρησιμοποιώ στερεότυπα κάποιον χαρακτηρισμό, ιδίως κακό, σε βάρος κάποιου: «απ’ τη μέρα που του κόλλησαν την ετικέτα του χαρτοπαίχτη, χαρτοπαίχτη τον ανεβάζουν, χαρτοπαίχτη τον κατεβάζουν όλοι».