εταιρεία, η, ουσ. [<αρχ. ἑταιρεία], η εταιρεία·
- εταιρεία δολοφόνων, εγκληματική οργάνωση η οποία αναλαμβάνει εκτελέσεις κατά παραγγελία: «η αστυνομία εξάρθρωσε μια εταιρεία δολοφόνων η οποία ήταν υπεύθυνη για τις τρεις τελευταίες δολοφονίες»·
- εταιρείες μανιτάρια, λέγεται για μικρές επιχειρήσεις οι οποίες παρουσιάζονται ξαφνικά σε έναν επαγγελματικό χώρο και λόγω του ανταγωνισμού ή των υπέρογκων εξόδων τους ή δεν παρέχουν καλές υπηρεσίες ή κλείνουν το ίδιο ξαφνικά όπως παρουσιάστηκαν. Σαν τέτοιες εταιρείες αναφέρονται συνήθως οι αεροπορικές. Η φρ. έγινε γνωστή μετά την πτώση του αεροπλάνου της κυπριακής αεροπορικής εταιρείας HELIOS στις 15-8-2005 στο Γραμματικό της Αττικής που στοίχισε τη ζωή σε 121 άτομα, ενώ, δυο μέρες αργότερα, ανακοινώνεται η πτώση νέου αεροπλάνου στη Βενεζουέλα με 152 θύματα το οποίο ανήκε σε παρόμοια εταιρεία Κολομβιανών συμφερόντων και δέκα μέρες αργότερα νέα πτώση αεροπλάνου στο Περού με 45 θύματα.