έρμος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. έρημος]. 1. που είναι μόνος, εγκαταλελειμμένος: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει έρμος, γιατί δεν είχαν παιδιά». (Λαϊκό τραγούδι: στου γιαλού τα βοτσαλάκια κάθονται δυο καβουράκια, έρμα παραπονεμένα κι όλο κλαίνε τα καημένα). 2. εκφράζει συμπάθεια για πονεμένο, για δυστυχισμένο άτομο ή για κάτι που προξενεί πόνο: «βρε, τον έρμο, είχε τα βάσανα και του ’ρθαν κι άλλα!»· βλ. και λ. έρημος·
- ο φόβος φυλάει τα έρμα, βλ. λ. φόβος·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. ήλιος.