ερείπιο, το, ουσ. [<αρχ. ἐρείπιον], το ερείπιο. 1α. άνθρωπος εξαντλημένος, εξουθενωμένος σωματικά ή ψυχικά, το ράκος. (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου επικίνδυνη φοβάμαι και τη σκιά σου, ερείπιο με κατάντησες με τον άπιστο τον έρωτά σου). β. άνθρωπος που βρίσκεται σε σωματική και πνευματική κατάπτωση λόγω πολύ προχωρημένης ηλικίας: «για δες το ερείπιο, που θέλει να σαλιαρίζει ακόμα με τις πιτσιρίκες!». 2. οτιδήποτε έχει ολοκληρώσει τη ζωή του ή το σκοπό του και εξακολουθεί να υπάρχει ως λείψανο: «τα ερείπια μιας ζωής || χώρισε κι ακόμη τον βασανίζουν τα ερείπια της σχέσης του». (Λαϊκό τραγούδι: και τώρα που κατάντησε ερείπιο της ζωής μου κανείς δε θα με λυπηθεί για την καταστροφή μου
- έγινε (ένα) ερείπιο, καταβλήθηκε σωματικά, ιδίως ψυχικά: «μετά το χωρισμό του έγινε ερείπιο || μετά το θάνατο του πατέρα του έγινε ένα ερείπιο»·
- είναι (ένα) ερείπιο, είναι καταβεβλημένος σωματικά, ιδίως ψυχικά: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας του, είναι ένα ερείπιο»·
- τον έκανε (ένα) ερείπιο, τον κατέβαλε σωματικά, ιδίως ψυχικά: «μόλις του αποκάλυψε ο φίλος του πως η γυναίκα του έχει εραστή, τον έκανε ερείπιο».