έρδε, ο Βρ. Καπετανάκης σημειώνει έρδε = ήλθεν. Μ.τ.φ.ρ. σημαίνει, το μέχρις εκεί που παίρνει: «...Δεν ήθελε να με πληρώσει, αλλά τον εκυνήγησα μέχρι έρδε και του τα πήρα». Ο Κ. Δαγκίτσης σημειώνει: το έρδε, έρνται (αντί έρχονται), κατάλληλη, κρίσιμη, τελευταία στιγμή. Τον φέρνω στο έρνται, τον αναγκάζω, τον πιέζω, τον σφίγγω. Συν. τον φέρνω στο αμάν (δ) / τον φέρνω στο αμήν (δ).