εργατιά, η, κ. αργατιά, η ουσ. [<εργάτης + κατάλ. -ιά], η εργατική τάξη. (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία, κι άλλες δουλεύουν στα αργαλειά, στα καπνομάγαζα, στα συνεργεία. Γεια σου λεβέντικη κι αθάνατη εργατιά!
- εργατιά, εργατιά, ενωμένη μια γροθιά! εργατικό ενωτικό σύνθημα που ακούγεται στις διάφορες πορείες.