επίπεδο, το, ουσ. [ουδ. του επιθ. επίπεδος], το επίπεδο·  
- (δεν) είναι του επιπέδου μου, (δε) βρίσκεται στην ίδια πνευματική, πολιτιστική, κοινωνική ή οικονομική βαθμίδα με μένα: «δεν κάνω παρέα μαζί του, γιατί δεν είναι του επιπέδου μου || συναναστρέφεται μόνο άτομα που είναι του επιπέδου του»·
- είναι υψηλού επιπέδου (κάποιος ή κάτι), είναι πολύ πιο μορφωμένος, πολύ πιο καταρτισμένος, πολύ πιο ανώτερος σε σχέση με κάποιους άλλους ή με κάτι άλλα: «αυτός ο άνθρωπος είναι υψηλού επιπέδου, γι’ αυτό όλοι εμπιστεύονται τη γνώμη του || αυτό τ’ αυτοκίνητο είναι υψηλού επιπέδου, γι’ αυτό και είναι τόσο ακριβό»·
- επί ανωτάτου επιπέδου, α. (για συνομιλίες, ιδίως σε διεθνείς σχέσεις) συνδιάσκεψη στην οποία παίρνουν μέρος αρχηγοί, πρωθυπουργοί ή υπουργοί διάφορων κρατών: «οι αρχηγοί των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλες για μια επί ανωτάτου επιπέδου συζήτηση για θέματα τρομοκρατίας». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «μαζεύτηκαν στο μπαρ όλα τα κλεφτρόνια της περιοχής κι έχουν κουβέντα επί ανωτάτου επιπέδου»·
- κατεβάζω το επίπεδο, βλ. φρ. ρίχνω το επίπεδο·
- κατεβαίνω στο επίπεδο (κάποιου), συμπεριφέρομαι κι εγώ με τη μικρότητα που επιδεικνύει ο συνομιλητής μου: «μα είναι δυνατόν εσύ, επιστήμονας άνθρωπος, να κατεβαίνεις στο επίπεδο ενός άξεστου; || λέγε ό,τι θες, όμως εγώ δεν έχω σκοπό να κατεβώ στο επίπεδό σου»·
- ρίχνω το επίπεδο, α. υποβαθμίζω την ποιότητα, το κλίμα, την ατμόσφαιρα μιας κουβέντας, μιας συζήτησης, δε δείχνω την πρέπουσα σοβαρότητα, δείχνω μικρότητα: «κάθε φορά που θέλουμε να πούμε κάτι σοβαρό, δεν τον παίρνουμε μαζί μας, γιατί με τις κοτσάνες που αμολάει ρίχνει το επίπεδο». β. υποβιβάζω, υποβαθμίζω κάτι: «η έλλειψη χρημάτων ρίχνει το επίπεδο της ποιότητας ζωής ενός λαού».