έξυπνος, -η, -ο, επίθ. [<μτγν. ἔξυπνος], ο έξυπνος. Επίρρ. έξυπνα. Υποκορ. εξυπνούλης, -α, -ι. Επίρρ. εξυπνούλικα·
- γιατί, για έξυπνο θα σε πιάσουμε; ή γιατί, έξυπνος είσαι; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας προτείνει κάτι αντίθετο από το συμφέρον μας: «δώσε μου εσύ τα λεφτά και, μόλις βρω το πράμα, θα στο φέρω. -Γιατί, για έξυπνο θα σε πιάσουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. γιατί, για όμορφο θα σε πιάσουμε; ή γιατί όμορφος είσαι(;)· βλ. και φρ. σιγά ρε έξυπνε(!)·
- έξυπνο αστείο, βλ. λ. αστείο·
- έξυπνος βλάκας, βλ. λ. βλάκας·
- έξυπνος ο βλάχος! βλ. λ. βλάχος·
- κάνει τον έξυπνο, κάνει τον πολύξερο ή επιδεικνύει τις γνώσεις του με σκοπό να εντυπωσιάσει κάποιον ή κάποιους, πουλάει εξυπνάδες: «μόλις θα δει κάποια γυναίκα στην παρέα μας, κάνει τον έξυπνο για να την εντυπωσιάσει || όταν είμαι κι εγώ στην παρέα δεν κάνει τον έξυπνο, γιατί ξέρει πως θα τον ξεφωνίσω!»·
- καταλαβαίνω τα έξυπνα, (στη γλώσσα της αργκό) είμαι διορατικός, διαισθάνομαι: «θέλω να με ρωτάς, πριν κάνεις κάτι, γιατί πέρασα πολλά στη ζωή μου και καταλαβαίνω τα έξυπνα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μάγκας φαινόμουνα να γίνω από μικράκι κατάλαβα τα έξυπνα κι έμαθα μπουζουκάκι
- ο έξυπνος αν γελαστεί, για λίγο δε γελιέται, όταν ξεγελαστεί ο έξυπνος άνθρωπος, παθαίνει μεγάλη ζημιά: «μια φορά θα την πατήσει κι αυτός και τότε, ο έξυπνος αν γελαστεί, για λίγο δε γελιέται»·
- σιγά ρε έξυπνε! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που λέει κάτι αντίθετο προς το συμφέρον μας ή που αντιλαμβανόμαστε ότι προσπαθεί να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «δώσε μου εκατό χιλιάρικα και, μόλις μου τα ζητήσεις, θα στα δώσω. -Σιγά ρε έξυπνε!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το έχει κι άλλον τέτοιον σαν και σένα η μάνα σου; ή με το έχει κι άλλον σαν και σένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον έξυπνο σαν και σένα η μάνα σου; Συνών. σιγά ρε όμορφε(!)·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. λ. πουλί·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, βλ. λ. πουλί.