εξορία, η, ουσ. [<μτγν. ἐξορία], η εξορία· τόπος μακρινός και ανεπιθύμητος: «πώς αντέχεις να μένεις σ’ αυτή την εξορία μακριά απ’ την πόλη;». (Λαϊκό τραγούδι: ξένος γυρίζω μέσα στους ξένους στην εξορία την πικρή, στο ξένο χώμα θα τελειώσει η ρημαγμένη μου ζωή
- η εξορία του Αδάμ, πολύ απομακρυσμένος τόπος, ερημότοπος: «πώς ήρθες εδώ στην εξορία του Αδάμ να χτίσεις σπίτι;». Αναφορά στην εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο ·
- θα σε στείλω εξορία στον Έβρο, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον, ιδίως σε δημόσιο υπάλληλο ή στρατιωτικό, πως θα τον μεταθέσω σε πολύ απομακρυσμένο τόπο: «αν σε ξαναπιάσω να κάνεις κοπάνα, θα σε στείλω εξορία στον Έβρο». Από το ότι ο νομός του Έβρου σε σχέση με το κέντρο είναι από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της ελληνικής επικράτειας και θεωρείται τόπος δυσμενούς μετάθεσης·
- μένει στην εξορία του Αδάμ, μένει σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν τον επισκεπτόμαστε συχνά οι φίλοι του, γιατί μένει στην εξορία του Αδάμ»·
- πήγε στην εξορία του Αδάμ, πήγε σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «απογοητευμένος από τους ανθρώπους, έφυγε απ’ την πόλη και πήγε στην εξορία του Αδάμ για να μη βλέπει κανέναν»·
- τον έστειλαν στην εξορία του Αδάμ, (για δημόσιους υπαλλήλους ή στρατιωτικούς) τον μετέθεσαν σε πολύ απομακρυσμένο τόπο, σε σχέση με κάποιο κέντρο: «κάποιος που ήθελε να τον εκδικηθεί, ενήργησε κατάλληλα κι απ’ τη Θεσσαλονίκη τον έστειλαν στην εξορία του Αδάμ».