εξαποδώ, ο, άκλ. ουσ. [από τη φρ. έξω από δω]. 1. ο διάβολος, ο σατανάς: «πάλι ο εξαποδώ σε κέντρισε για να κάνεις τέτοιες βλακείες;». 2. (στη νεοαργκό) ο αστυνομικός με πολιτικά, που ο κόσμος αγνοεί την ιδιότητά του, ο μυστικός: «εκείνος στη γωνιά, μου φαίνεται πως είναι εξαποδώ, γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε»·
- να πας στον εξαποδώ! βλ. συνηθέστ. να πας στο διάβολο! βλ. διάβολος.