εντάξει, επίρρ. [<αρχ. φρ. ἐν + τάξει (= με τακτικό τρόπο)]. 1. κατάφαση με την έννοια του σύμφωνοι, οπωσδήποτε: «εντάξει θα ’ρθω || εντάξει, ρε φίλε, θα σου δώσω αυτά που σου χρωστάω!». 2. όλα είναι μια χαρά: «είστε όλοι ευχαριστημένοι; -Εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: φόρεσε το σκούρο του, άναψε το πούρο του, πήρε το αμάξι του και εντάξει του). 3. δηλώνει ικανοποίηση, αλλά όχι τόση όση ήθελε ή προσδοκούσε ο συνομιλητής μας: «είσαι ευχαριστημένος μ’ αυτά τα λεφτά που σου δίνω; -Εντάξει μωρέ, δε θα μαλώσουμε τώρα». 4. δηλώνει συμβιβαστική διάθεση, έπειτα από ένα διάστημα αντίστασης ή άρνησης: «αφού επιμένεις πως σου είναι τόσο απαραίτητο, εντάξει, με γεια σου με χαρά σου». 5. δηλώνει αγανάκτηση ή δυσφορία σε κάποιον που μας μιλάει επίμονα πάνω στο θέμα που τον ενδιαφέρει ή τον απασχολεί, προσπαθώντας να τον εμποδίσουμε να συνεχίσει να μας μιλάει: «εντάξει είπα, θα δω τι μπορώ να κάνω || εντάξει, σ’ άκουσα, δεν είμαι κουφός!». 6. ως επίθ. στην περίπτωση που ο ομιλητής χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι ως πολύ καλό: «είναι πολύ εντάξει άνθρωπος || είναι πολύ εντάξει αυτοκίνητο». 7. επαναλαμβάνεται συχνά πυκνά σε μια διήγηση χωρίς ιδιαίτερο λόγο, αλλά μόνο και μόνο από συνήθεια. 8. ως άκλ. ουσ. το εντάξει, η συμφωνία, ο συμβιβασμός: «αν δεν ακούσω το εντάξει απ’ το στόμα του, δεν ησυχάζω». (Ακολουθούν 14 φρ.)·
- δε μου φέρθηκε εντάξει, δε μου συμπεριφέρθηκε με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «πάντοτε τον βοηθούσα κι όταν μια φορά ζήτησα τη βοήθειά του, δε μου φέρθηκε εντάξει»·
- δίνω το εντάξει, επιτρέπω σε κάποιον να ενεργήσει: «ποιος σου ’δωσε το εντάξει να μπεις μέσα;». Συνών. δίνω το οκέι·
- δεν είναι εντάξει, δε συμπεριφέρεται σωστά, δεν είναι καθώς πρέπει: «να προσέχεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί δεν είναι εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις γνώμη τώρα αλλάξει, Βαγγελιώ, δεν είσαι εντάξει
- δεν είναι εντάξει η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι εντάξει, α. δέχομαι, είμαι σύμφωνος, συμφωνώ: «αν συμφωνεί ο τάδε, τότε κι εγώ είμαι εντάξει». β. είμαι ικανοποιημένος: «είμαι εντάξει μ’ αυτά που μ’ έχεις δώσει». γ. βρίσκομαι σε καλή ψυχική ή ψυχολογική κατάσταση: «τον πρώτο καιρό που πέθανε ο πατέρας μου, ήμουν για κλάματα, αλλά μετά από τόσα χρόνια νομίζω πως είμαι κάπως εντάξει». δ. δεν εκκρεμεί τίποτα σε βάρος μου: «μόλις ο τροχονόμος είδε πως είμαι εντάξει, μ’ άφησε να φύγω». ε. συμπεριφέρομαι με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «να ξαναφέρεις το φίλο σου στην παρέα μας γιατί είναι πολύ εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό σαν πήγε του λέει με γέλιο, καταλαβαίνω τι θες να πεις· μια κι είσ’ εντάξει, βρε φανταράκι, πάρε μια άδεια και άντε να τη δεις). στ. είμαι τίμιος: «δεν μπορείς να πεις πως σε αδίκησα, γιατί εγώ σ’ αυτά τα πράγματα είμαι εντάξει». Συνών. είμαι οκέι·
- δεν τη βλέπω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δεν τη βρίσκω εντάξει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- είναι εντάξει, είναι σωστός, είναι καθώς πρέπει: «τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας, γιατί με δυο τρεις χειρονομίες που έκανε, καταλάβαμε πως είναι εντάξει». Συνών. είναι οκέι·
- είναι εντάξει τα πράγματα ή τα πράγματα είναι εντάξει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- εντάξει και παρατάξει, βλ. φρ. εν τάξη και παρατάξει, λ. τάξη·
- εντάξει μωρέ, περίπου καλά, περίπου ικανοποιητικά: «πώς πήγε η δουλειά; -Εντάξει μωρέ»
- εντάξει μωρέ! έκφραση αδιαφορίας για κάτι κακό ή για κάτι που δεν έγινε με τον ορθό, τον σωστό τρόπο, ίδιον του νεοελληνικού ζαμανφουτισμού. Συνήθως ακολουθείται από το τι έγινε(!): «κύριε, όπως κάνατε όπισθεν με τ’ αυτοκίνητό σας, χτυπήσατε την πόρτα του αυτοκινήτου μου και τη βαθουλώσατε. -Εντάξει μωρέ, τι έγινε!»·
- λέω το εντάξει, δέχομαι, αποδέχομαι, συμφωνώ: «όταν βλέπω πως πάει να γίνει μια σωστή δουλειά, λέω το εντάξει». Συνών. λέω το οκέι·
- με βρίσκουν εντάξει, μετά από έλεγχο ανακαλύπτουν πως δεν εκκρεμεί τίποτα σε βάρος μου: «μετά τον έλεγχο που μου ’καναν οι αστυνομικοί, με βρήκαν εντάξει και μ’ άφησαν να φύγω || μετά την εξέταση που μου ’κανε ο γιατρός, με βρήκε εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: μας πήρανε πλημμέλημα επί διαταράξει, μα όλα τα μητρώα μας τα βρήκανε εντάξει). Συνών. με βρίσκουν οκέι·
- ξηγιέμαι εντάξει, α. συμπεριφέρομαι με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο: «όποιος μου φέρεται σωστά, του ξηγιέμαι κι εγώ εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: δυο και δυο κι άλλα δυο και δυο το οχτώ δεκάξι, πρέπει να κάνεις τουμπεκί και να ξηγιέσαι εντάξει). β. συμπεριφέρομαι με τιμιότητα: «αποκλείεται να σ’ αδίκησε αυτός ο άνθρωπος γιατί ξέρω πως ξηγιέται εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: βλέπεις εντάξει σου ξηγιέμαι, πως σε λατρεύω δεν τ’ αρνιέμαι
- στο εντάξει, με πολύ καλό, με πολύ ωραίο τρόπο: «εκεί που θα πας να συμπεριφέρεσαι στο εντάξει, αν θέλεις να σ’ εκτιμούν». (Εβραίικο τραγούδι: στης ταβέρνας τον πελάτη κάνω εγώ κόλπα πολλά. Και τα παίρνω απ’ όποιον πίνει και στο εντάξει τραγουδάω
- τα κανόνισα όλα στο εντάξει, διευθέτησα τα πράγματα όπως ακριβώς έπρεπε να διευθετηθούν: «κανόνισες τα πράγματα όπως συμφωνήσαμε; -Τα κανόνισα όλα στο εντάξει»·
- τα κάνω όλα στο εντάξει, ενεργώ, συμπεριφέρομαι με το σωστό, με τον ενδεδειγμένο τρόπο, καθώς πρέπει: «πολύ την αγαπώ τη γυναίκα μου, γιατί τα κάνει όλα στο εντάξει». (Λαϊκό τραγούδι: βρήκα μια όμορφη και μαυρομάτα κι όχι πονηρή γαλανομάτα. Μου τα κάνει όλα στο εντάξει, τσάρκες πάμε τα βράδια με τ’ αμάξι
- φαίνομαι εντάξει, βλ. φρ. ξηγιέμαι εντάξει. (Λαϊκό τραγούδι: δεν είσ’ αυτός που ήσουνα έχεις πολύ αλλάξει, διστάζεις νε με παντρευτείς και να φανείς εντάξει
- φέρομαι εντάξει, βλ. φρ. ξηγιέμαι εντάξει. (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο, εγώ πήρα το δικό μου κι όμορφα καθάρισα).