εννοώ, ρ. [<αρχ. ἐννοῶ], εννοώ. Ακούγεται και εννοάω·
- δεν εννοεί να…, αρνείται πεισματικά να…, επιμένει να…: «δεν εννοεί να καταλάβει πως αυτός ο άνθρωπος θα είναι η καταστροφή της || δεν εννοεί να κάνει αυτό που του λένε»·
- όταν λέω κάτι, το εννοώ, είμαι αποφασισμένος να αποδείξω πως θα πραγματοποιήσω αυτό που λέω: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σε σπάσω στο ξύλο και, όταν λέω κάτι, το εννοώ || όποιον πιάσω να κάνει κοπάνα απ’ τη δουλειά, θα τον απολύσω αμέσως και, όταν λέω κάτι, το εννοώ»·
- τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, βλ. λ. παραλείπω.