έννοια2, η, ουσ. [<αρχ. έννοια <εν +  νους], η έννοια· η σημασία, το νόημα: «ακόμη δεν κατάλαβα ποια είναι η έννοια των λόγων σου || ποια είναι η έννοια αυτού του παραδείγματός σου;»·
- κατ’ αυτή την έννοια, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, με αυτή τη λογική: «αν νομίζεις πως, με το δυναμικό τρόπο που σκέφτεσαι ν’ ακολουθήσεις, θα πάρεις τα λεφτά που σου χρωστάει, κατ’ αυτή την έννοια, μπορώ να πω πως έχεις δίκιο»·
- κατά κάποια έννοια, (γενικά και αόριστα) σύμφωνα με το σκεπτικό, με τη λογική που ακολουθήθηκε: «μπορεί να έγιναν και ορισμένα λάθη στην εξέλιξη της δουλειάς, γιατί κατά κάποια έννοια κανείς δεν είναι αλάνθαστος»· 
- με τη στενή έννοια του όρου, με την ακριβή, την ειδική σημασία και όχι με τη γενική και αόριστη: «πρέπει να κάνεις αιματηρές οικονομίες, με τη στενή έννοια του όρου, αν θέλεις να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι»·
- με την πλατιά έννοια του όρου, με τη γενική και αόριστη σημασία και όχι με την ακριβή, την ειδική: «θέλω να πω με την πλατιά έννοια του όρου πως γενικά η αγάπη ομορφαίνει τη ζωή του ανθρώπου».